- επιγραμματιζω
- ἐπιγραμματίζωἐπι-γραμμᾰτίζωписать эпиграмму
ἐ. τινά Diog.L. — писать эпиграмму о ком-л.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἐ. τινά Diog.L. — писать эпиграмму о ком-л.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
επιγραμματίζω — (AM ἐπιγραμματίζω) [επίγραμμα] συνθέτω επίγραμμα νεοελλ. χαρακτηρίζω με τρόπο επιγραμματικό … Dictionary of Greek
επιγραμματικός — ή, ό [επιγραμματίζω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο επίγραμμα («επιγραμματική ποίηση») 2. αυτός που διατυπώνεται ως επίγραμμα, σύντομα και εύστοχα … Dictionary of Greek
επιγραμματιστής — ο (AM ἐπιγραμματιστής) [επιγραμματίζω] νεοελλ. αυτός που χαρακτηρίζει με τρόπο επιγραμματικό αρχ. επιγραμματοποιός … Dictionary of Greek